- υψηλοφυής
- -ες, Α(για φυτό) α) αυτός που φυτρώνει σε μεγάλο ύψοςβ) αυτός που έχει ύψος, που είναι ψηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φυής (< φύω, -ομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψηλοφυέστερον — ὑψηλοφυής of a high growth adverbial comp ὑψηλοφυής of a high growth masc acc comp sg ὑψηλοφυής of a high growth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοφυῶς — ὑψηλοφυής of a high growth adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)